- μεταλάβω
- μεταλαμβάνωhaveaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλαβῶ — μετά λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor subj pass 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξαγόρευτος — η, ο αυτός που δεν ξομολογήθηκε: Είμαι ανεξαγόρευτος, γι αυτό δε θα μεταλάβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)